- βελάδα
- ηεπίσημο αντρικό μαύρο ένδυμα, παραπλήσιο προς το φράκο.[ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) velada].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βελάδα — η (λ. ιταλ.), είδος επίσημου, μαύρου, ανδρικού ενδύματος, το φράκο, η ρεντικότα: Η βελάδα ήταν υποχρεωτικό ένδυμα στην επίσημη δεξίωση του υπουργού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φράκο — το (λ. γαλλ.), μαύρη επίσημη αντρική ενδυμασία, η βελάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρακοφόρος — ο αυτός που φοράει φράκο (βλ. λ.), που είναι ντυμένος με βελάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)